Fume - ορισμός. Τι είναι το Fume
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Fume - ορισμός


fume         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Fumes; Fumed; Fume (disambiguation)
v. (D; intr.) to fume about, at, over (to fume at the delay) (see also fret)
fume         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Fumes; Fumed; Fume (disambiguation)
I. n.
1.
Smoke, vapor, steam, exhalation, effluvium, reek.
2.
Passion, rage, pet, fry, fret, storm, agitation, stew (colloq.).
II. v. n.
1.
Smoke, reek, emit, vapor, throw off vapor, give out exhalations.
2.
Rage, rave, fret, bluster, storm, chafe, flare up, be in a passion, be in a rage, fly off at a tangent.
fume         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Fumes; Fumed; Fume (disambiguation)
¦ noun a gas or vapour that smells strongly or is dangerous to inhale.
¦ verb
1. emit fumes.
2. [usu. as adjective fumed] expose (something, especially wood) to ammonia fumes in order to produce dark tints.
3. feel great anger.
Derivatives
fuming adjective
fumingly adverb
fumy adjective
Origin
ME: from OFr. fumer (v.), from L. fumare 'to smoke'.

Βικιπαίδεια

Fume
Fume or fumes may refer to:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Fume
1. While contractors fume, plans can remain on hold for years.
2. Mac lovers are also likely to fume once they see Vista‘s graphics.
3. "The Greens can fume all they want, but they should learn the facts first.
4. Some of the ‘fume events‘ include: A FlyBe flight on 2 February 2006.
5. Fume and fulminate and plan as they might, they can‘t change it.